πέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πέτης | οι | πέτες |
γενική | του | πέτη | των | πετών |
αιτιατική | τον | πέτη | τους | πέτες |
κλητική | πέτη | πέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέτης και μπέτης αρσενικό
- φουσκώνει ο μπέτης του από περηφάνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέτης
|