πέρλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέρλα | οι | πέρλες |
γενική | της | πέρλας | των | περλών |
αιτιατική | την | πέρλα | τις | πέρλες |
κλητική | πέρλα | πέρλες | ||
η γενική του πληθυντικού είναι δύσχρηστη | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέρλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέρλα θηλυκό
- το μαργαριτάρι (σαν υλικό για κόσμημα)
- (χημεία) ...
- Τριτοτέταρτη γκόμενα - Τσοτσόμπα.