πέλετ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέλετ < αγγλική pellet < παλαιά γαλλική pelote < δημώδης λατινική *pilotta < λατινική pila (μπάλα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέλετ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) είδος καυσίμου που φτιάχνεται από συσσωματώματα ξύλου (πριονίδι, ξακρίδια κ.ά.) αλλά κι από βιομάζα και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη σε ειδικές σόμπες ή καυστήρες