Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάλαισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πάλαισμα
τα
παλαίσμα
τ
α
γενική
του
παλαίσμα
τ
ος
των
παλαισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πάλαισμα
τα
παλαίσμα
τ
α
κλητική
πάλαισμα
παλαίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πάλαισμα
<
αρχαία ελληνική
πάλαισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πάλαισμα
ουδέτερο
πάλεμα
,
πάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάλαισμα
→
δείτε
τις λέξεις
πάλεμα
και
πάλη