↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουτοπισμός οι ουτοπισμοί
      γενική του ουτοπισμού των ουτοπισμών
    αιτιατική τον ουτοπισμό τους ουτοπισμούς
     κλητική ουτοπισμέ ουτοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουτοπισμός < ουτοπία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουτοπισμός αρσενικό

  • κάθε ιδέα ή θεωρία που αποτελεί ουτοπία, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία