Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουρίνωμα τα ουρινώματα
      γενική του ουρινώματος των ουρινωμάτων
    αιτιατική το ουρίνωμα τα ουρινώματα
     κλητική ουρίνωμα ουρινώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρίνωμα < λείπει η ετυμολογία → δείτε και το λατινικό urina

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρίνωμα ουδέτερο

  • (ιατρική, παθολογία) η διαφυγή ούρων από διαταραχή της αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού συστήματος σε οποιοδήποτε επίπεδο από τους νεφρικούς κάλυκες μέχρι την ουρήθρα
    πυελικό ουρίνωμα, περιτοναϊκό ουρίνωμα
    ※  Ενδοπεριτοναϊκή διαφυγή προκαλεί σημεία περιτονίτιδας, ενώ εξωπεριτοναϊκή διαφυγή το σχηματισμό πυελικού ουρινώματος.
    Ουρολογία, Σύγχρονη Χειρουργική - Διάγνωση και Θεραπεία, 3η ελληνική έκδοση, Gerald M. Doherty, εκδ. Π.Χ. Πασχαλίδης και Broken Hill Publishers Ltd., Κεφάλαιο 38 -Τραύματα ουροδοχου κύστεως, σελ.734, 2η στήλη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία