ουρί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουρί | τα | ουριά |
γενική | του | ουριού | των | ουριών |
αιτιατική | το | ουρί | τα | ουριά |
κλητική | ουρί | ουριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρί ουδέτερο
- καθεμιά από τις όμορφες κοπέλες που περιμένουν στον Παράδεισο τους πιστούς μουσουλμάνους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρί
|