ουνιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουνιτισμός αρσενικό
- (χριστιανισμός) το δόγμα, η πρακτική της ουνίας
- άλλη γραφή: Ουνιτισμός
- ⮡ Στις πρώην ανατολικές χώρες της Ευρώπης, ο ουνιτισμός έχει πολλούς προσήλυτους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουνιτισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- ουνιτισμός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)