ουνιτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουνιτισμός αρσενικό
- (χριστιανισμός) το δόγμα, η πρακτική της ουνίας
- άλλη γραφή: Ουνιτισμός
- ↪ Στις πρώην ανατολικές χώρες της Ευρώπης, ο ουνιτισμός έχει πολλούς προσήλυτους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουνιτισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- ουνιτισμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)