Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουνιτισμός οι ουνιτισμοί
      γενική του ουνιτισμού των ουνιτισμών
    αιτιατική τον ουνιτισμό τους ουνιτισμούς
     κλητική ουνιτισμέ ουνιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουνιτισμός < ουνίτ(ης) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουνιτισμός αρσενικό

  • (χριστιανισμός) το δόγμα, η πρακτική της ουνίας
    άλλη γραφή: Ουνιτισμός
    Στις πρώην ανατολικές χώρες της Ευρώπης, ο ουνιτισμός έχει πολλούς προσήλυτους

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία