↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοτομία οι οστεοτομίες
      γενική της οστεοτομίας των οστεοτομιών
    αιτιατική την οστεοτομία τις οστεοτομίες
     κλητική οστεοτομία οστεοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστεοτομία < οστό + -τομία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οστεοτομία θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική πρακτική, αρθροπλαστική, η οποία γίνεται με τομή στο οστό της άρθρωσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία