Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοπάθεια οι οστεοπάθειες
      γενική της οστεοπάθειας των οστεοπαθειών
    αιτιατική την οστεοπάθεια τις οστεοπάθειες
     κλητική οστεοπάθεια οστεοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοπάθεια < οστέ(ος) + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοπάθεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία