Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχεκτομή οι ορχεκτομές
      γενική της ορχεκτομής των ορχεκτομών
    αιτιατική την ορχεκτομή τις ορχεκτομές
     κλητική ορχεκτομή ορχεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχεκτομή < ορχ(εως) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορχεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση όρχεως (η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση καρκίνου του όρχεος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία