Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορυκτοβάμβακας οι ορυκτοβάμβακες
      γενική του ορυκτοβάμβακα των ορυκτοβαμβάκων
    αιτιατική τον ορυκτοβάμβακα τους ορυκτοβάμβακες
     κλητική ορυκτοβάμβακα ορυκτοβάμβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορυκτοβάμβακας < ορυκτό + βαμβάκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορυκτοβάμβακας αρσενικό

  • ινώδες θερμομονωτικό υλικό κατασκευασμένο με ανόργανες πρώτες ύλες (ορυκτά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία