ορυκτοβάμβακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορυκτοβάμβακας αρσενικό
- ινώδες θερμομονωτικό υλικό κατασκευασμένο με ανόργανες πρώτες ύλες (ορυκτά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορυκτοβάμβακας
|
ορυκτοβάμβακας αρσενικό
|