Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορνιθοθήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ορνιθοθήρ
ας
οι
ορνιθοθήρ
ες
γενική
του
ορνιθοθήρ
α
των
ορνιθοθήρ
ων
αιτιατική
τον
ορνιθοθήρ
α
τους
ορνιθοθήρ
ες
κλητική
ορνιθοθήρ
α
ορνιθοθήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορνιθοθήρας
<
αρχαία ελληνική
ὀρνιθοθήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορνιθοθήρας
αρσενικό
κάποιος που
κυνηγάει
πουλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορνιθοθήρας