Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοτομία οι ορθοτομίες
      γενική της ορθοτομίας των ορθοτομιών
    αιτιατική την ορθοτομία τις ορθοτομίες
     κλητική ορθοτομία ορθοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοτομία < ορθο(ς) + -τομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοτομία θηλυκό

  • ευθεία τομή
  • η ορθή διδασκαλία, η σωστή αντίληψη της αλήθειας στον χριστιανισμό
    και να οδηγεί τους Θεολόγους στην ορθοπραξία και την ορθοτομία του Λόγου της αληθείας Του [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία