οργκαντίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργκαντίνα | οι | οργκαντίνες |
γενική | της | οργκαντίνας | — | |
αιτιατική | την | οργκαντίνα | τις | οργκαντίνες |
κλητική | οργκαντίνα | οργκαντίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργκαντίνα θηλυκό
- άλλη μορφή του οργαντίνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργκαντίνα
|