Δείτε επίσης: ὁπλομάχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλομάχος οι οπλομάχοι
      γενική του οπλομάχου των οπλομάχων
    αιτιατική τον οπλομάχο τους οπλομάχους
     κλητική οπλομάχε οπλομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπλομάχος < αρχαία ελληνική ὁπλομάχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ploˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πλο‐μά‐χος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπλομάχος αρσενικό

  1. αυτός που μάχεται με όπλα σώμα με σώμα
  2. ο ειδικευόμενος και ο διδάσκαλος στην οπλομαχία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)