οπλοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπλοβιομηχανία < όπλο + βιομηχανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπλοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία παρασκευής όπλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπλοβιομηχανία
|
οπλοβιομηχανία θηλυκό
|