ονομαστήρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ονομαστήρια | ||
γενική | των | ονομαστηρίων | ||
αιτιατική | τα | ονομαστήρια | ||
κλητική | ονομαστήρια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ονομαστήρια < μεσαιωνική ελληνική ὀνομαστήρια, πληθυντικός αριθμός του ὀνομαστήριος < ελληνιστική κοινή ὀνομαστής < αρχαία ελληνική ὀνομάζω < ὄνομα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαονομαστήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αρχαιοπρεπές) η ημέρα της ονομαστικής εορτής κάποιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ονομαστήρια
|