↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιοθερμία οι ομοιοθερμίες
      γενική της ομοιοθερμίας των ομοιοθερμιών
    αιτιατική την ομοιοθερμία τις ομοιοθερμίες
     κλητική ομοιοθερμία ομοιοθερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοθερμία < ομοιο- + -ο- + -θερμία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομοιοθερμία θηλυκό

  • (βιολογία) το φαινόμενο που παρατηρείται στα ομοιόθερμα ζώα, δηλαδή η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματός τους σε περιορισμένα στενά όρια (π.χ. στους ανθρώπους 35-40 C και φυσιολογικά 36-37 C), παρά τις σημαντικές μεταβολές στη θερμοκρασία του περιβάλλοντός τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία