ομοιοθερμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαομοιοθερμία θηλυκό
- (βιολογία) το φαινόμενο που παρατηρείται στα ομοιόθερμα ζώα, δηλαδή η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματός τους σε περιορισμένα στενά όρια (π.χ. στους ανθρώπους 35-40 C και φυσιολογικά 36-37 C), παρά τις σημαντικές μεταβολές στη θερμοκρασία του περιβάλλοντός τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοιοθερμία
|