↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολικός παγετός οι ολικοί παγετοί
      γενική του ολικού παγετού των ολικών παγετών
    αιτιατική τον ολικό παγετό τους ολικούς παγετούς
     κλητική ολικέ παγετέ ολικοί παγετοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολικός παγετός < → δείτε τις λέξεις ολικός και παγετός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.liˈkos pa.ʝeˈtos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολικός παγετός αρσενικό

  • (μετεωρολογία) φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία αέρος μιας περιοχής δεν υπερβαίνει το 0 σε όλη τη διάρκεια της ημέρας[1]
    ※  Οι ισχυρές χιονοπτώσεις δεν θα υποχωρήσουν πριν από το απόγευμα, οπότε θα περιοριστούν στη Βόρεια Κρήτη και θα εξασθενήσουν, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας θα επικρατήσει ολικός παγετός.
    Λίνα Γιάνναρου, Ρεκόρ εκατό ετών στις θερμοκρασίες, Η Καθημερινή, 24 Φεβρουαρίου 2004

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Παγετός, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών