ολιγοδακτυλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοδακτυλία < αγγλικά oligodactyly
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγοδακτυλία θηλυκό
- το να έχει κάποιος λιγότερα δάχτυλα στα χέρια ή τα πόδια (εκ γενετής)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοδακτυλία
|