ολετήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολετήρας | οι | ολετήρες |
γενική | του | ολετήρα | των | ολετήρων |
αιτιατική | τον | ολετήρα | τους | ολετήρες |
κλητική | ολετήρα | ολετήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολετήρας < αρχαία ελληνική ὀλετήρ < ὄλλυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολετήρας αρσενικό
- ο καταστροφέας
- ※ Είναι η παραλλαγή της Μποτσουάνα, η «Ομικρον», που θα κρίνει τον πόλεμο της ανθρωπότητας με τον παγκόσμιο ολετήρα της πανδημίας; (Διαβάστε στην Καθημερινή της Κυριακής, 27.11.2021 [1])
- ※ Ενίοτε οι απόγονοι των αυτοδημιούργητων πλουσίων αποδεικνύονται κυριολεκτικά ολετήρες, καθώς καταστρέφουν τον πλούτο των γονέων ή των παππούδων τους (Οι δεύτερες και τρίτες γενιές πλουσίων αποδεικνύονται συνήθως καταστροφικές, εφημ. Η Πρόοδος, 17.10.2019 [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολετήρας
|