Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ολίβανα
      γενική των ολίβανων
ολιβάνων
    αιτιατική τα ολίβανα
     κλητική ολίβανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολίβανο < λείπει η ετυμολογία<!- νεότερη λέξη (χημ) -->

  Ουσιαστικό επεξεργασία

{{}} ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία