οκτάπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οκτάπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτάπους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοκτάπους
- (παρωχημένο) το χταπόδι, με αναφορά σε ταξινομικά γένη ή είδη που ανήκουν στα Octopoda (Οκτάποδα)
Πηγές
επεξεργασία- οκτάπους — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)