Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογδοντάρισσα οι ογδοντάρισσες
      γενική της ογδοντάρισσας των ογδονταρισσών
    αιτιατική την ογδοντάρισσα τις ογδοντάρισσες
     κλητική ογδοντάρισσα ογδοντάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογδοντάρισσα < ογδοντάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ογδοντάρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ογδοντάρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία