ξώπορτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξώπορτα | οι | ξώπορτες |
γενική | της | ξώπορτας | των | ξωπορτών |
αιτιατική | την | ξώπορτα | τις | ξώπορτες |
κλητική | ξώπορτα | ξώπορτες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξώπορτα < εξώπορτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξώπορτα θηλυκό
- η εξώπορτα