Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξωτάρισσα οι ξωτάρισσες
      γενική της ξωτάρισσας των ξωταρισσών
    αιτιατική την ξωτάρισσα τις ξωτάρισσες
     κλητική ξωτάρισσα ξωτάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξωτάρισσα < ξωτάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξωτάρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ξωτάρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία