ξουράφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξουράφι | τα | ξουράφια |
γενική | του | ξουραφιού | των | ξουραφιών |
αιτιατική | το | ξουράφι | τα | ξουράφια |
κλητική | ξουράφι | ξουράφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξουράφι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξουράφι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ξυράφι