ξολοθρεμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξολοθρεμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξολοθρεμός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη εξολόθρευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξολοθρεμός
|
ξολοθρεμός αρσενικό
|