Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξολοθρεμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξολοθρεμ
ός
οι
ξολοθρεμ
οί
γενική
του
ξολοθρεμ
ού
των
ξολοθρεμ
ών
αιτιατική
τον
ξολοθρεμ
ό
τους
ξολοθρεμ
ούς
κλητική
ξολοθρεμ
έ
ξολοθρεμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξολοθρεμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξολοθρεμός
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
) →
δείτε
τη λέξη
εξολόθρευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξολοθρεμός