ξινομούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξινομούνα | οι | ξινομούνες |
γενική | της | ξινομούνας | — | |
αιτιατική | την | ξινομούνα | τις | ξινομούνες |
κλητική | ξινομούνα | ξινομούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξινομούνα θηλυκό
- Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! Μην περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε, όλα της φταίνε...