Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξηραντήρας οι ξηραντήρες
      γενική του ξηραντήρα των ξηραντήρων
    αιτιατική τον ξηραντήρα τους ξηραντήρες
     κλητική ξηραντήρα ξηραντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξηραντήρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξηραντήρας αρσενικό

  • βιομηχανική ή εργαστηριακή διάταξη με σκοπό την ξήρανση υλικών

  Μεταφράσεις επεξεργασία