↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξηραντήρας οι ξηραντήρες
      γενική του ξηραντήρα των ξηραντήρων
    αιτιατική τον ξηραντήρα τους ξηραντήρες
     κλητική ξηραντήρα ξηραντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηραντήρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηραντήρας αρσενικό

  • βιομηχανική ή εργαστηριακή διάταξη με σκοπό την ξήρανση υλικών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία