Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενύχτισμα τα ξενυχτίσματα
      γενική του ξενυχτίσματος των ξενυχτισμάτων
    αιτιατική το ξενύχτισμα τα ξενυχτίσματα
     κλητική ξενύχτισμα ξενυχτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενύχτισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενύχτισμα ουδέτερο

  • η παραμονή των κοντινών προσώπων ενός νεκρού στο σπίτι του δίπλα στη σορό του κατά τη διάρκεια της νύκτας πριν από την κηδεία του, για να τον θρηνήσουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία