↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενομερίτισσα οι ξενομερίτισσες
      γενική της ξενομερίτισσας
    αιτιατική την ξενομερίτισσα τις ξενομερίτισσες
     κλητική ξενομερίτισσα ξενομερίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενομερίτισσα < ξενομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξενομερίτισσα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενομερίτης