Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενομερίτισσα οι ξενομερίτισσες
      γενική της ξενομερίτισσας
    αιτιατική την ξενομερίτισσα τις ξενομερίτισσες
     κλητική ξενομερίτισσα ξενομερίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενομερίτισσα < ξενομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενομερίτισσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενομερίτης