ξενομερίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενομερίτισσα < ξενομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενομερίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του ξενομερίτης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενομερίτης
ξενομερίτισσα
|