Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξωμερίτισσα οι ξωμερίτισσες
      γενική της ξωμερίτισσας
    αιτιατική την ξωμερίτισσα τις ξωμερίτισσες
     κλητική ξωμερίτισσα ξωμερίτισσες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξωμερίτισσα < ξωμερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξωμερίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξωμερίτης