ξενοδουλευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενοδουλευτής < ξενοδουλεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενοδουλευτής αρσενικό και ξενοδουλεύτρα το θηλυκό
- ο μεροκαματιάρης, που δεν έχει δική του επιχείρηση ή περιουσία και ζει δουλεύοντας μεροκάματο σε ξένες δουλειές
- (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε ξένα εμπορικά ή στη γη γαιοκτημόνων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοδουλευτής
|