Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξελευθερία οι ξελευθερίες
      γενική της ξελευθερίας των ξελευθεριών
    αιτιατική την ξελευθερία τις ξελευθερίες
     κλητική ξελευθερία ξελευθερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελευθερία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελευθερία θηλυκό

  1. η αποφυλάκιση στο κρυφτό
    μόνο ο τελευταίος μπορεί να κάνει ξελευθερία για όλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία