Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελαίμιασμα τα ξελαιμιάσματα
      γενική του ξελαιμιάσματος των ξελαιμιασμάτων
    αιτιατική το ξελαίμιασμα τα ξελαιμιάσματα
     κλητική ξελαίμιασμα ξελαιμιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελαίμιασμα < ξελαιμιάζω και ξελαιμιάζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελαίμιασμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του ξελαιμιάζω, η ενέργεια του να κρατάς πολλή ώρα το κεφάλι σου (ή το κεφάλι κάποιου άλλου) σε άβολη θέση

  Μεταφράσεις επεξεργασία