ξελαιμιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξελαιμιάζομαι (αποθετικό ρήμα)
- νιώθω καταπόνηση ή και ο πόνο του αυχένα όταν κρατάω πολλή ώρα σηκωμένο και τεντωμένο ψηλά το κεφάλι ή όταν το κρατώ στραμμένο πολλή ώρα προς την ίδια κατεύθυνση
- Ξελαιμιάστηκε ο ταλαίπωρος όλη νύχτα να την κοιτά και να ξεροσταλιάζει, αλλά αυτή η κακούργα...
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελαιμιάζομαι | ξελαιμιαζόμουν(α) | θα ξελαιμιάζομαι | να ξελαιμιάζομαι | ||
β' ενικ. | ξελαιμιάζεσαι | ξελαιμιαζόσουν(α) | θα ξελαιμιάζεσαι | να ξελαιμιάζεσαι | (ξελαιμιάζου) | |
γ' ενικ. | ξελαιμιάζεται | ξελαιμιαζόταν(ε) | θα ξελαιμιάζεται | να ξελαιμιάζεται | ||
α' πληθ. | ξελαιμιαζόμαστε | ξελαιμιαζόμαστε ξελαιμιαζόμασταν |
θα ξελαιμιαζόμαστε | να ξελαιμιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξελαιμιάζεστε | ξελαιμιαζόσαστε ξελαιμιαζόσασταν |
θα ξελαιμιάζεστε | να ξελαιμιάζεστε | (ξελαιμιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ξελαιμιάζονται | ξελαιμιάζονταν ξελαιμιαζόντουσαν |
θα ξελαιμιάζονται | να ξελαιμιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελαιμιάστηκα | θα ξελαιμιαστώ | να ξελαιμιαστώ | ξελαιμιαστεί | ||
β' ενικ. | ξελαιμιάστηκες | θα ξελαιμιαστείς | να ξελαιμιαστείς | ξελαιμιάσου | ||
γ' ενικ. | ξελαιμιάστηκε | θα ξελαιμιαστεί | να ξελαιμιαστεί | |||
α' πληθ. | ξελαιμιαστήκαμε | θα ξελαιμιαστούμε | να ξελαιμιαστούμε | |||
β' πληθ. | ξελαιμιαστήκατε | θα ξελαιμιαστείτε | να ξελαιμιαστείτε | ξελαιμιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξελαιμιάστηκαν ξελαιμιαστήκαν(ε) |
θα ξελαιμιαστούν(ε) | να ξελαιμιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξελαιμιαστεί | είχα ξελαιμιαστεί | θα έχω ξελαιμιαστεί | να έχω ξελαιμιαστεί | ξελαιμιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξελαιμιαστεί | είχες ξελαιμιαστεί | θα έχεις ξελαιμιαστεί | να έχεις ξελαιμιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξελαιμιαστεί | είχε ξελαιμιαστεί | θα έχει ξελαιμιαστεί | να έχει ξελαιμιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελαιμιαστεί | είχαμε ξελαιμιαστεί | θα έχουμε ξελαιμιαστεί | να έχουμε ξελαιμιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξελαιμιαστεί | είχατε ξελαιμιαστεί | θα έχετε ξελαιμιαστεί | να έχετε ξελαιμιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελαιμιαστεί | είχαν ξελαιμιαστεί | θα έχουν ξελαιμιαστεί | να έχουν ξελαιμιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξελαιμιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξελαιμιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξελαιμιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξελαιμιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξελαιμιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξελαιμιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξελαιμιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξελαιμιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξελαιμιάζομαι
|