Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκρεμώ < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμνῶ (και ξεκρεμῶ, ξεκρεμάζω) < ξε + κρεμνῶ ( < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω· ίσως και από συνδυασμό των λέξεων της αρχαιοελληνικής κρημνός και κρεμάννυμι, ή κρεμύω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκρεμώ και ξεκρεμάω

  1. βγάζω κάτι από ένα σημείο στο οποίο ήταν κρεμασμένο, το κατεβάζω
    Αφού άκουσε ύποπτους θορύβους στον κήπο, ξεκρέμασε το δίκαννο από τον τοίχο του σαλονιού, το γέμισε και βγήκε με προσοχή από το σπίτι για να ελέγξει τον εξωτερικό χώρο.
    Μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις να ξεκρεμάσω το πολύφωτο από το ταβάνι;
    Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να ξεκρεμάσουν τα κουφάρια των απαγχονισμένων από τα δέντρα της πλατείας· τα άφησαν επίτηδες τόσο πολύ, για παραδειγματισμό των κατοίκων του χωριού.
     αντώνυμα: κρεμώ, κρεμάω
  2. (παρωχημένο, αργκό των κλεφτών) κλέβω κάποιο αντικείμενο [1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, αυτή η σημασία προέκυψε πιθανόν από τις κλοπές καπέλων και παλτών από τις κρεμάστρες ή τους καλόγερους των καφενείων· βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [¹2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 34.