Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκρεμῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκρεμῶ



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκρεμῶ < συνηρημένος τύπος του ξεκρεμάω < ξε- + κρεμάω < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω < αρχαία ελληνική κρεμάννυμι

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκρεμῶ

  1. αποκαθηλώνω κάτι, από τον πάσσαλο, αποκαθηλώνω κάποιον από το σταυρό
  2. ξεκρεμώ κάτι (τα ρούχα τα απλωμένα)

Άλλες μορφές επεξεργασία