ξεκάμπισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκάμπισμα < ξεκαμπίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκάμπισμα ουδέτερο
- το να βγαίνω μπροστά, να εκτίθεμαι ανοιχτά, να τολμώ
- με το διαβολικό κι αξιολύπητο ξεκάμπισμα των αναβλητικών, με την τεχνική τους ενοχοποίησης στα μάτια των Τούρκων (Σπύρος Μελάς για το Δικαιό Παπαφλέσσα στα "Ματωμένα Ράσα")
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεκάμπισμα
|