ξεκαμπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκαμπίζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκαμπίζω < ἐξηκαμπίζω < ἐξ και κάμπος ( < το λατινικό campus)
Ρήμα
επεξεργασίαξεκαμπίζω
- βγαίνω στον κάμπο
- απομακρύνομαι, φεύγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκαμπίζω | ξεκάμπιζα | θα ξεκαμπίζω | να ξεκαμπίζω | ξεκαμπίζοντας | |
β' ενικ. | ξεκαμπίζεις | ξεκάμπιζες | θα ξεκαμπίζεις | να ξεκαμπίζεις | ξεκάμπιζε | |
γ' ενικ. | ξεκαμπίζει | ξεκάμπιζε | θα ξεκαμπίζει | να ξεκαμπίζει | ||
α' πληθ. | ξεκαμπίζουμε | ξεκαμπίζαμε | θα ξεκαμπίζουμε | να ξεκαμπίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκαμπίζετε | ξεκαμπίζατε | θα ξεκαμπίζετε | να ξεκαμπίζετε | ξεκαμπίζετε | |
γ' πληθ. | ξεκαμπίζουν(ε) | ξεκάμπιζαν ξεκαμπίζαν(ε) |
θα ξεκαμπίζουν(ε) | να ξεκαμπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκάμπισα | θα ξεκαμπίσω | να ξεκαμπίσω | ξεκαμπίσει | ||
β' ενικ. | ξεκάμπισες | θα ξεκαμπίσεις | να ξεκαμπίσεις | ξεκάμπισε | ||
γ' ενικ. | ξεκάμπισε | θα ξεκαμπίσει | να ξεκαμπίσει | |||
α' πληθ. | ξεκαμπίσαμε | θα ξεκαμπίσουμε | να ξεκαμπίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκαμπίσατε | θα ξεκαμπίσετε | να ξεκαμπίσετε | ξεκαμπίστε | ||
γ' πληθ. | ξεκάμπισαν ξεκαμπίσαν(ε) |
θα ξεκαμπίσουν(ε) | να ξεκαμπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκαμπίσει | είχα ξεκαμπίσει | θα έχω ξεκαμπίσει | να έχω ξεκαμπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκαμπίσει | είχες ξεκαμπίσει | θα έχεις ξεκαμπίσει | να έχεις ξεκαμπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκαμπίσει | είχε ξεκαμπίσει | θα έχει ξεκαμπίσει | να έχει ξεκαμπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκαμπίσει | είχαμε ξεκαμπίσει | θα έχουμε ξεκαμπίσει | να έχουμε ξεκαμπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκαμπίσει | είχατε ξεκαμπίσει | θα έχετε ξεκαμπίσει | να έχετε ξεκαμπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκαμπίσει | είχαν ξεκαμπίσει | θα έχουν ξεκαμπίσει | να έχουν ξεκαμπίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκαμπίζω
|