Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκαμπίζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκαμπίζω < ἐξηκαμπίζω < ἐξ και κάμπος ( < το λατινικό campus)

ξεκαμπίζω

  1. βγαίνω στον κάμπο
  2. απομακρύνομαι, φεύγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία