Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγόφιασμα τα ξεγοφιάσματα
      γενική του ξεγοφιάσματος των ξεγοφιασμάτων
    αιτιατική το ξεγόφιασμα τα ξεγοφιάσματα
     κλητική ξεγόφιασμα ξεγοφιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγόφιασμα < ξεγοφιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεγόφιασμα ουδέτερο

  • ο πόνος στο γοφό, σαν αυτός να εξαρθρώθηκε, ύστερα από απότομη κίνηση ή γενικά από καταπόνηση της συγκεκριμένης άρθρωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία