ξαράχνιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαράχνιασμα < ξαραχνιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαράχνιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια με την οποία κάποιος αφαιρεί τους ιστούς της αράχνης από κάπου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαράχνιασμα
|