Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαραχνιάζω < ξε- + αραχνιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαραχνιάζω

  • απομακρύνω τους ιστούς της αράχνης από έναν τοίχο, ένα αντικείμενο κλπ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία