ξαπλωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαπλωσιά | οι | ξαπλωσιές |
γενική | της | ξαπλωσιάς | των | ξαπλωσιών |
αιτιατική | την | ξαπλωσιά | τις | ξαπλωσιές |
κλητική | ξαπλωσιά | ξαπλωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξαπλωσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαπλωσιά θηλυκό
- το ξάπλωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαπλωσιά
→ δείτε τη λέξη ξάπλωμα |