ξέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέσιμο | τα | ξεσίματα |
γενική | του | ξεσίματος | των | ξεσιμάτων |
αιτιατική | το | ξέσιμο | τα | ξεσίματα |
κλητική | ξέσιμο | ξεσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξέσιμο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέσιμο