Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάμπελο τα ξάμπελα
      γενική του ξάμπελου των ξάμπελων
    αιτιατική το ξάμπελο τα ξάμπελα
     κλητική ξάμπελο ξάμπελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξάμπελο < ξε και αμπέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξάμπελο ουδέτερο

  • το παρατημένο, εγκαταλελειμένο αμπέλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία