νωτιάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νωτιάδα | οι | νωτιάδες |
γενική | της | νωτιάδας | των | νωτιάδων |
αιτιατική | τη | νωτιάδα | τις | νωτιάδες |
κλητική | νωτιάδα | νωτιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νωτιάδα < ελληνιστική κοινή νωτιάς < αρχαία ελληνική νῶτον
Ουσιαστικό
επεξεργασίανωτιάδα θηλυκό
- άλλη μορφή του νωτιαία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νωτιάδα
|