↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυφούλα οι νυφούλες
      γενική της νυφούλας
    αιτιατική τη νυφούλα τις νυφούλες
     κλητική νυφούλα νυφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυφούλα < νύφη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νυφούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία